πρόχρονος

πρόχρονος
-ον, Α
αυτός που υπήρχε προτού υπάρξει χρόνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + χρόνος (πρβλ. σύγχρονος, υπέρ-χρονος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πρόχρονον — πρόχρονος anticipatory masc/fem acc sg πρόχρονος anticipatory neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προχρονώτερος — πρόχρονος anticipatory masc nom comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προχρόνους — πρόχρονος anticipatory masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόχρονα — πρόχρονος anticipatory neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προχρονώ — έω, Α [πρόχρονος] προηγούμαι χρονικά …   Dictionary of Greek

  • προχρόνιος — ον, Α [πρόχρονος] 1. ο προηγούμενος 2. αυτός που υπήρχε πριν και από τον χρόνο, ο υπέρχρονος …   Dictionary of Greek

  • χρόνος — I Κατά την αρχαία ελληνική μυθολογία, ο X. ήταν θεότητα που προσωποποιούσε την αιωνιότητα. Πρώτος ο Φερεκύδης ανέφερε τον X. ως θεότητα. Οι Ορφικοί παραδέχονταν τον X. ως αρχή του κόσμου. Η θεοποίηση του X. παρατηρείται και στους ποιητές των… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”